- ἐνωραίζεται
- ἐνωραίζομαιbeautify oneself for the benefit ofpres ind mp 3rd sgἐνωραΐζεται , ἐνωραίζομαιbeautify oneself for the benefit ofpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενωραΐζομαι — ἐνωραΐζομαι (Α) 1. θέλω να φαίνομαι ωραίος, κομψεύομαι για χάρη κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», Λουκιαν.) 2. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek